- ῥεύσας
- ῥεύσᾱς , ῥέωflowaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρεουργώ — (AM κρεουργῶ, έω) [κρεουργός] 1. κόβω το κρέας σε κομμάτια («μετὰ δὲ ῥεύσας ὄϊν τὰ μὲν ἄλλα κρεουργέει τε καὶ εὐωχέεται», Λουκιαν.) 2. κομματιάζω σάρκες, κατακρεουργώ, ξεσκίζω … Dictionary of Greek
ἐγύρευσας — ἐγύ̱ρευσας , γυρεύω run round in a circle aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)